ψιλολόγημα

ψιλολόγημα
το, Ν
φιλολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εφημερίς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ψιλολόγημα — το, ατος το να εξετάζει κανείς κάτι σε όλες τις λεπτομέρειες, το να ρωτάει να πληροφορηθεί όλες τις λεπτομέρειες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψιλολογιά — ψιλολογιά, η και ψιλολογία, η βλ. ψιλολόγημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”